ταυτούμαι

ταυτούμαι
-όομαι, ΜΑ
βλ. ταυτῶ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταυτώ — όω, ΜΑ [ταυτόν] μέσ. ταὐτοῡμαι, όομαι ταυτίζομαι απολύτως με κάτι αρχ. καθιστώ κάτι ίδιο με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”