Dictionary of Greek. 2013.
ταυτώ — όω, ΜΑ [ταυτόν] μέσ. ταὐτοῡμαι, όομαι ταυτίζομαι απολύτως με κάτι αρχ. καθιστώ κάτι ίδιο με κάτι άλλο … Dictionary of Greek